πεινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεινώ < αρχαία ελληνική πεινῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πεινάω - πεινώ | πεινούσα - πείναγα | θα πεινάω - πεινώ | να πεινάω - πεινώ | πεινώντας | |
| β' ενικ. | πεινάς | πεινούσες - πείναγες | θα πεινάς | να πεινάς | πείνα - πείναγε | |
| γ' ενικ. | πεινάει - πεινά | πεινούσε - πείναγε | θα πεινάει - πεινά | να πεινάει - πεινά | ||
| α' πληθ. | πεινάμε - πεινούμε | πεινούσαμε - πεινάγαμε | θα πεινάμε - πεινούμε | να πεινάμε - πεινούμε | ||
| β' πληθ. | πεινάτε | πεινούσατε - πεινάγατε | θα πεινάτε | να πεινάτε | πεινάτε | |
| γ' πληθ. | πεινάν(ε) - πεινούν(ε) | πεινούσαν(ε) - πείναγαν - πεινάγανε | θα πεινάν(ε) - πεινούν(ε) | να πεινάν(ε) - πεινούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πείνασα | θα πεινάσω | να πεινάσω | πεινάσει | ||
| β' ενικ. | πείνασες | θα πεινάσεις | να πεινάσεις | πείνα - πείνασε | ||
| γ' ενικ. | πείνασε | θα πεινάσει | να πεινάσει | |||
| α' πληθ. | πεινάσαμε | θα πεινάσουμε | να πεινάσουμε | |||
| β' πληθ. | πεινάσατε | θα πεινάσετε | να πεινάσετε | πεινάστε | ||
| γ' πληθ. | πείνασαν πεινάσαν(ε) |
θα πεινάσουν(ε) | να πεινάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πεινάσει | είχα πεινάσει | θα έχω πεινάσει | να έχω πεινάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πεινάσει | είχες πεινάσει | θα έχεις πεινάσει | να έχεις πεινάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πεινάσει | είχε πεινάσει | θα έχει πεινάσει | να έχει πεινάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πεινάσει | είχαμε πεινάσει | θα έχουμε πεινάσει | να έχουμε πεινάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πεινάσει | είχατε πεινάσει | θα έχετε πεινάσει | να έχετε πεινάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πεινάσει | είχαν πεινάσει | θα έχουν πεινάσει | να έχουν πεινάσει |
| |
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.