instrument

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
instrument instruments

Προφορά

 

Ουσιαστικό

instrument (en)

  1. το όργανο, εργαλείο ή θεσμός που χρησιμεύει σε μια εργασία
  2. το μουσικό όργανο
    What are the instruments of a symphony orchestra?
    Ποια είναι τα όργανα μιας συμφωνικής ορχήστρας;

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
instrument instruments

instrument (fr) αρσενικό



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

instrument (pl) αρσενικό

  1. το όργανο

Συγγενικά

  • instrumentalnie
  • instrumentalny



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

instrument (ro)

  1. εργαλείο
  2. (μεταφορικά) μέσο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.