Πειθώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πειθώ
      γενική της Πειθούς
    αιτιατική την Πειθώ
     κλητική Πειθώ
Δείτε και την πειθώ.
όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πειθώ < αρχαία ελληνική Πειθώ

Κύριο όνομα

Πειθώ θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις Ωκεανίδες

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πειθώ
      γενική τῆς Πειθόος
& Πειθοῦς
      δοτική τῇ Πειθοῖ
    αιτιατική τὴν Πειθώ
     κλητική ! Πειθοῖ
Δείτε και πειθώ για διαλεκτικούς τύπους.
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πειθώ < πειθώ < πείθω

Ουσιαστικό

Πειθώ θηλυκό

  • (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις Ωκεανίδες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.