Πειθώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πειθώ | ||
| γενική | της | Πειθούς | ||
| αιτιατική | την | Πειθώ | ||
| κλητική | Πειθώ | |||
| Δείτε και την πειθώ. | ||||
| όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πειθώ < αρχαία ελληνική Πειθώ
Κύριο όνομα
Πειθώ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις Ωκεανίδες
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Πειθώ | ||
| γενική | τῆς | Πειθόος & Πειθοῦς | ||
| δοτική | τῇ | Πειθοῖ | ||
| αιτιατική | τὴν | Πειθώ | ||
| κλητική ὦ! | Πειθοῖ | |||
| Δείτε και πειθώ για διαλεκτικούς τύπους. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Πειθώ θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις Ωκεανίδες
Πηγές
- Πειθώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.