παφλασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παφλασμός | οι | παφλασμοί |
| γενική | του | παφλασμού | των | παφλασμών |
| αιτιατική | τον | παφλασμό | τους | παφλασμούς |
| κλητική | παφλασμέ | παφλασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.flaˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐φλα‐σμός
Ουσιαστικό
παφλασμός αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παφλάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.