παφλάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παφλάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παφλάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (φουσκώνω, χύνομαι)
Ρήμα
παφλάζω, αόρ.: πάφλασα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παφλάζω | πάφλαζα | θα παφλάζω | να παφλάζω | παφλάζοντας | |
| β' ενικ. | παφλάζεις | πάφλαζες | θα παφλάζεις | να παφλάζεις | πάφλαζε | |
| γ' ενικ. | παφλάζει | πάφλαζε | θα παφλάζει | να παφλάζει | ||
| α' πληθ. | παφλάζουμε | παφλάζαμε | θα παφλάζουμε | να παφλάζουμε | ||
| β' πληθ. | παφλάζετε | παφλάζατε | θα παφλάζετε | να παφλάζετε | παφλάζετε | |
| γ' πληθ. | παφλάζουν(ε) | πάφλαζαν παφλάζαν(ε) |
θα παφλάζουν(ε) | να παφλάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πάφλασα | θα παφλάσω | να παφλάσω | παφλάσει | ||
| β' ενικ. | πάφλασες | θα παφλάσεις | να παφλάσεις | πάφλασε | ||
| γ' ενικ. | πάφλασε | θα παφλάσει | να παφλάσει | |||
| α' πληθ. | παφλάσαμε | θα παφλάσουμε | να παφλάσουμε | |||
| β' πληθ. | παφλάσατε | θα παφλάσετε | να παφλάσετε | παφλάστε | ||
| γ' πληθ. | πάφλασαν παφλάσαν(ε) |
θα παφλάσουν(ε) | να παφλάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παφλάσει | είχα παφλάσει | θα έχω παφλάσει | να έχω παφλάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παφλάσει | είχες παφλάσει | θα έχεις παφλάσει | να έχεις παφλάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παφλάσει | είχε παφλάσει | θα έχει παφλάσει | να έχει παφλάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παφλάσει | είχαμε παφλάσει | θα έχουμε παφλάσει | να έχουμε παφλάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παφλάσει | είχατε παφλάσει | θα έχετε παφλάσει | να έχετε παφλάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παφλάσει | είχαν παφλάσει | θα έχουν παφλάσει | να έχουν παφλάσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- παφλάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παφλάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.