παφίλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παφίλι τα παφίλια
      γενική του παφιλιού των παφιλιών
    αιτιατική το παφίλι τα παφίλια
     κλητική παφίλι παφίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παφίλι < πάφιλ(ας) +

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈfi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παφίλι

Ουσιαστικό

παφίλι ουδέτερο

  1. μικρό κομμάτι από ορείχαλκο
  2. κόσμημα από ορείχαλκο στο κοντάκι ή άλλο σημείο του όπλου
  3. δοχείο κρασιού από ορείχαλκο το οποίο έχει χωρητικότητα 100 δράμια
     συνώνυμα: κατοστάρι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.