παλιοπατσαβούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιοπατσαβούρα | οι | παλιοπατσαβούρες |
| γενική | της | παλιοπατσαβούρας | των | παλιοπατσαβούρων |
| αιτιατική | την | παλιοπατσαβούρα | τις | παλιοπατσαβούρες |
| κλητική | παλιοπατσαβούρα | παλιοπατσαβούρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλιοπατσαβούρα < παλιο- + πατσαβούρα < βενετικά spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινικά spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)
Μεταφράσεις
παλιοπατσαβούρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.