πατσάβρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πατσάβρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πατσάβρα θηλυκό

  • πατσάφρα

Συγγενικά

  • πατσάβρι ή πατσάφρι

Πηγές

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.260.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.