τρύγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τρύγος | οι | τρύγοι |
| γενική | του | τρύγου | των | τρύγων |
| αιτιατική | τον | τρύγο | τους | τρύγους |
| κλητική | τρύγε | τρύγοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(6710221755).jpg.webp)
Τρύγος (μελανόμορφο αγγείο 520-550 π.Χ.
Ετυμολογία
- τρύγος < ελληνιστική τρύγος
Ουσιαστικό
τρύγος αρσενικό
- (γενικότερα) η συγκομιδή των σταφυλιών από το αμπέλι
- (ειδικότερα) η συλλογή μελιού ή κερύθρας από κυψέλη
- (σπάνιο) η συγκομιδή φρούτων γενικά
Εκφράσεις
- θέρος, τρύγος, πόλεμος: λέγεται όταν απαιτείται μεγάλη και συλλογική προσπάθεια για κάτι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρύγος < τρύγη
Συγγενικά
- τρυγάω
- τρυγέω
- τρύγη
- τρυγόω
- τρύξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.