τρύγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρύγος οι τρύγοι
      γενική του τρύγου των τρύγων
    αιτιατική τον τρύγο τους τρύγους
     κλητική τρύγε τρύγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τρύγος (μελανόμορφο αγγείο 520-550 π.Χ.

Ετυμολογία

τρύγος < ελληνιστική τρύγος

Ουσιαστικό

τρύγος αρσενικό

  1. (γενικότερα) η συγκομιδή των σταφυλιών από το αμπέλι
  2. (ειδικότερα) η συλλογή μελιού ή κερύθρας από κυψέλη
  3. (σπάνιο) η συγκομιδή φρούτων γενικά

Εκφράσεις

  • θέρος, τρύγος, πόλεμος: λέγεται όταν απαιτείται μεγάλη και συλλογική προσπάθεια για κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρύγος < τρύγη

Ουσιαστικό

τρύγος ουδέτερο

  1. τρύγος

Συγγενικά

  • τρυγάω
  • τρυγέω
  • τρύγη
  • τρυγόω
  • τρύξ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.