ληνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ληνός οι ληνοί
      γενική του ληνού των ληνών
    αιτιατική τον ληνό τους ληνούς
     κλητική ληνέ ληνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ληνός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ληνός (θηλυκό, αρχαία σημασία: σκεύος σα σκάφη) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ληνός
ομόηχο: λινός, Λινός
τονικό παρώνυμο: Λίνος

Ουσιαστικό

ληνός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ληνός αἱ ληνοί
      γενική τῆς ληνοῦ τῶν ληνῶν
      δοτική τῇ λην ταῖς ληνοῖς
    αιτιατική τὴν ληνόν τὰς ληνούς
     κλητική ! ληνέ ληνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ληνώ
γεν-δοτ τοῖν  ληνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ληνός < προελληνική [1] (υπόστρωμα)

Ουσιαστικό

ληνός θηλυκό

Πηγές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.