vin

Βενετικά (vec)

Ουσιαστικό

vin (vec)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vin < λατινική vinum

Προφορά

ΔΦΑ : /vɛ̃/
  un vin [ɛ̃ vɛ̃])
  un vin [ɛ̃ vɛ̃])
  (vin [vɛ̃])
ομόηχα: vain, vains, vainc, vaincs, vin, vins, vingt, vingts, vint, vînt

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vin vins

vin (fr) αρσενικό

Συγγενικά



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

vin (da) κοινό



Λιγουριανά (lij)

Ουσιαστικό

vin



Οξιτανικά (oc)

Ουσιαστικό

vin (oc) αρσενικό



Πιεμοντέζικα (pms)

Ουσιαστικό

vin



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

vin (ro)



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

vin (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.