πασχάλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πασχάλιος | η | πασχάλια | το | πασχάλιο |
| γενική | του | πασχάλιου | της | πασχάλιας | του | πασχάλιου |
| αιτιατική | τον | πασχάλιο | την | πασχάλια | το | πασχάλιο |
| κλητική | πασχάλιε | πασχάλια | πασχάλιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πασχάλιοι | οι | πασχάλιες | τα | πασχάλια |
| γενική | των | πασχάλιων | των | πασχάλιων | των | πασχάλιων |
| αιτιατική | τους | πασχάλιους | τις | πασχάλιες | τα | πασχάλια |
| κλητική | πασχάλιοι | πασχάλιες | πασχάλια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
πασχάλιος, -α, -ο
- (σπάνιο, λόγιο, εκκλησιαστικός όρος) άλλη μορφή του πασχαλινός, πασχαλιάτικος
- (ουσιαστικοποιημένο) πασχάλιο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Μεταφράσεις
πασχάλιος
|
Πηγές
- πασχάλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
- πασχάλιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.