ημερολογιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημερολογιακός η ημερολογιακή το ημερολογιακό
      γενική του ημερολογιακού της ημερολογιακής του ημερολογιακού
    αιτιατική τον ημερολογιακό την ημερολογιακή το ημερολογιακό
     κλητική ημερολογιακέ ημερολογιακή ημερολογιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημερολογιακοί οι ημερολογιακές τα ημερολογιακά
      γενική των ημερολογιακών των ημερολογιακών των ημερολογιακών
    αιτιατική τους ημερολογιακούς τις ημερολογιακές τα ημερολογιακά
     κλητική ημερολογιακοί ημερολογιακές ημερολογιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημερολογιακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ημερολογιακός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.