πασπατεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πασπατεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πασπατεύω < αβέβαιης ετυμολογίας (< αρχαία ελληνική πασπάλη (;))[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.spaˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πασπατεύω

Ρήμα

πασπατεύω, αόρ.: πασπάτεψα, παθ.φωνή: πασπατεύομαι, π.αόρ.: πασπατεύτηκα, μτχ.π.π.: πασπατεμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.