grope
Αγγλικά (en)
Ρήμα
grope
(en)
ψηλαφώ
,
ψαχουλεύω
(όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός)
αγγίζω σεξουαλικά,
χουφτώνω
,
πασπατεύω
Ουσιαστικό
grope
(en)
χούφτωμα
,
πασπάτεμα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.