grope

Αγγλικά (en)

Ρήμα

grope (en)

  1. ψηλαφώ, ψαχουλεύω (όπως κάνει κάποιος που ψάχνει να βρει κάτι στο σκοτάδι ή όπως ένας τυφλός)
  2. αγγίζω σεξουαλικά, χουφτώνω, πασπατεύω

Ουσιαστικό

grope (en)

  1. χούφτωμα, πασπάτεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.