πασπάλη

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πασπάλη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πασπάλη [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈspa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πασπάλη
ομόηχο: πασπάλι
τονικό παρώνυμο: πάσπαλη

Ουσιαστικό

πασπάλη θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) το ψιλοαλεσμένο αλεύρι
  2. κάθε στερεά ουσία τριμμένη σε μορφή σκόνης [2]
     συνώνυμα: κονιορτός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πασπάλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πασπάλη (& πάσπαλη, πασπάλι) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)


ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.