ξενύχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενύχτης οι ξενύχτες
& ξενύχτηδες
      γενική του ξενύχτη των
& ξενύχτηδων
    αιτιατική τον ξενύχτη τους ξενύχτες
& ξενύχτηδες
     κλητική ξενύχτη ξενύχτες
& ξενύχτηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενύχτης < ξενύχτι

Ουσιαστικό

ξενύχτης αρσενικό (θηλυκό ξενύχτισσα)

  1. αυτός που έτυχε να μείνει ξάγρυπνος
    'Ασε, με το ζόρι ήρθα σήμερα στη δουλειά, έκλαιγε όλη νύχτα ο μωρό και είμαι ξενύχτης
  2. το άτομο που του αρέσει η ζωή τη νύχτας, που ξενυχτά συστηματικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.