εκτραχύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτραχύνω < ελληνιστική κοινή ἐκτραχύνω
Ρήμα
εκτραχύνω (παθητική φωνή: εκτραχύνομαι)
- (λόγιο) χειροτερεύω τα πράγματα ή μια κατάσταση
- ≈ συνώνυμα: οξύνω, επιδεινώνω
- (σπάνιο) κάνω κάτι τραχύ[1]
Συγγενικά
- εκτράχυνση
- εκτραχυσμένος
- → δείτε τις λέξεις τραχύνω και τραχύς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκτραχύνω | εκτράχυνα | θα εκτραχύνω | να εκτραχύνω | εκτραχύνοντας | |
| β' ενικ. | εκτραχύνεις | εκτράχυνες | θα εκτραχύνεις | να εκτραχύνεις | εκτράχυνε | |
| γ' ενικ. | εκτραχύνει | εκτράχυνε | θα εκτραχύνει | να εκτραχύνει | ||
| α' πληθ. | εκτραχύνουμε | εκτραχύναμε | θα εκτραχύνουμε | να εκτραχύνουμε | ||
| β' πληθ. | εκτραχύνετε | εκτραχύνατε | θα εκτραχύνετε | να εκτραχύνετε | εκτραχύνετε | |
| γ' πληθ. | εκτραχύνουν(ε) | εκτράχυναν εκτραχύναν(ε) |
θα εκτραχύνουν(ε) | να εκτραχύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκτράχυνα | θα εκτραχύνω | να εκτραχύνω | εκτραχύνει | ||
| β' ενικ. | εκτράχυνες | θα εκτραχύνεις | να εκτραχύνεις | εκτράχυνε | ||
| γ' ενικ. | εκτράχυνε | θα εκτραχύνει | να εκτραχύνει | |||
| α' πληθ. | εκτραχύναμε | θα εκτραχύνουμε | να εκτραχύνουμε | |||
| β' πληθ. | εκτραχύνατε | θα εκτραχύνετε | να εκτραχύνετε | εκτραχύντε | ||
| γ' πληθ. | εκτράχυναν εκτραχύναν(ε) |
θα εκτραχύνουν(ε) | να εκτραχύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκτραχύνει | είχα εκτραχύνει | θα έχω εκτραχύνει | να έχω εκτραχύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκτραχύνει | είχες εκτραχύνει | θα έχεις εκτραχύνει | να έχεις εκτραχύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκτραχύνει | είχε εκτραχύνει | θα έχει εκτραχύνει | να έχει εκτραχύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκτραχύνει | είχαμε εκτραχύνει | θα έχουμε εκτραχύνει | να έχουμε εκτραχύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκτραχύνει | είχατε εκτραχύνει | θα έχετε εκτραχύνει | να έχετε εκτραχύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκτραχύνει | είχαν εκτραχύνει | θα έχουν εκτραχύνει | να έχουν εκτραχύνει |
| |
Μεταφράσεις
εκτραχύνω
|
|
- εκτραχύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.