τραχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραχύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραχύνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾaˈçi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραχύνω

Ρήμα

τραχύνω (παθητική φωνή τραχύνομαι)

  1. σκληραίνω κάτι
  2. εκτραχύνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.