παροξυσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παροξυσμός οι παροξυσμοί
      γενική του παροξυσμού των παροξυσμών
    αιτιατική τον παροξυσμό τους παροξυσμούς
     κλητική παροξυσμέ παροξυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παροξυσμός < αρχαία ελληνική παροξυσμός

Ουσιαστικό

παροξυσμός αρσενικό

  1. κάθε αιφνίδιο, βίαιο ξέσπασμα
  2. (μεταφορικά) η μανία
  3. (ιατρική) νευρική εκδήλωση μικράς διάρκειας που επέρχεται και λήγει απότομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.