παροντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παροντικός | η | παροντική | το | παροντικό |
| γενική | του | παροντικού | της | παροντικής | του | παροντικού |
| αιτιατική | τον | παροντικό | την | παροντική | το | παροντικό |
| κλητική | παροντικέ | παροντική | παροντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παροντικοί | οι | παροντικές | τα | παροντικά |
| γενική | των | παροντικών | των | παροντικών | των | παροντικών |
| αιτιατική | τους | παροντικούς | τις | παροντικές | τα | παροντικά |
| κλητική | παροντικοί | παροντικές | παροντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παροντικός < παρόν + -ικός < αρχαία ελληνική παρόν, ουδέτερο του παρών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πάρειμι < παρά + εἰμί < πρωτοελληνική *ehmi < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ésmi (εἰμί)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾon.diˈkos/
Πολυλεκτικοί όροι
- παροντικοί χρόνοι: (γραμματική) οι χρόνοι ενεστώτας και παρακείμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.