παροδικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παροδικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροδικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε παροδικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

παροδικώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.