παροδικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παροδικά < παροδικ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾo.ðiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παροδικά

Επίρρημα

παροδικά και παροδικώς

  1. με μικρή διάρκεια, που περνάει γρήγορα
     συνώνυμα: προσωρινά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παροδικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.