παροδικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
παροδικά < παροδικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾo.ðiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρο‐δι‐κά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παροδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παροδικό, ουδέτερο του παροδικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.