παρασιτοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασιτοκτόνος η παρασιτοκτόνα το παρασιτοκτόνο
      γενική του παρασιτοκτόνου της παρασιτοκτόνας του παρασιτοκτόνου
    αιτιατική τον παρασιτοκτόνο την παρασιτοκτόνα το παρασιτοκτόνο
     κλητική παρασιτοκτόνε παρασιτοκτόνα παρασιτοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασιτοκτόνοι οι παρασιτοκτόνες τα παρασιτοκτόνα
      γενική των παρασιτοκτόνων των παρασιτοκτόνων των παρασιτοκτόνων
    αιτιατική τους παρασιτοκτόνους τις παρασιτοκτόνες τα παρασιτοκτόνα
     κλητική παρασιτοκτόνοι παρασιτοκτόνες παρασιτοκτόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρασιτοκτόνος < παράσιτο + -ο- + -κτόνος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parasiticide)

Επίθετο

παρασιτοκτόνος

  1. που σκοτώνει τα παράσιτα ή συμβάλλει στην εξολόθρευσή του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παρασιτοκτόνο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.