παρασιτοκτόνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρασιτοκτόνο | τα | παρασιτοκτόνα |
| γενική | του | παρασιτοκτόνου | των | παρασιτοκτόνων |
| αιτιατική | το | παρασιτοκτόνο | τα | παρασιτοκτόνα |
| κλητική | παρασιτοκτόνο | παρασιτοκτόνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασιτοκτόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρασιτοκτόνος < παράσιτο + -ο- + -κτόνος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parasiticide)
Ουσιαστικό
παρασιτοκτόνο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φάρμακο που σκοτώνει τα παράσιτα ή συμβάλλει στην εξολόθρευσή τους
Μεταφράσεις
παρασιτοκτόνο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.