παραπονιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραπονιάρικος | η | παραπονιάρικη | το | παραπονιάρικο |
| γενική | του | παραπονιάρικου | της | παραπονιάρικης | του | παραπονιάρικου |
| αιτιατική | τον | παραπονιάρικο | την | παραπονιάρικη | το | παραπονιάρικο |
| κλητική | παραπονιάρικε | παραπονιάρικη | παραπονιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραπονιάρικοι | οι | παραπονιάρικες | τα | παραπονιάρικα |
| γενική | των | παραπονιάρικων | των | παραπονιάρικων | των | παραπονιάρικων |
| αιτιατική | τους | παραπονιάρικους | τις | παραπονιάρικες | τα | παραπονιάρικα |
| κλητική | παραπονιάρικοι | παραπονιάρικες | παραπονιάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραπονιάρικος < παραπονιάρ(-ης) + -ικος
Επίθετο
παραπονιάρικος,η,ο
- γεμάτος παράπονο, που παραπονιέται ή που εκφράζει παράπονο ή που χαρακτηρίζεται από παράπονο ή που θυμίζει παράπονο
- παραπονιάρικος τύπος, παραπονιάρικο κλάμα, παραπονιάρικο βλέμμα, παραπονιάρικος σκοπός (τραγουδιού)
- Παραπονιάρικη καρδιά ποτέ χαράς δεν είδες γιατί λατρεύεις έρωτες με ψεύτικες ελπίδες (Κρητική μαντινάδα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.