κουβερνάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουβερνάντα οι κουβερνάντες
      γενική της κουβερνάντας των κουβερναντών
    αιτιατική την κουβερνάντα τις κουβερνάντες
     κλητική κουβερνάντα κουβερνάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουβερνάντα < γκουβερνάντα με τροπή της άρθρωσης ... Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   (λόγιο δάνειο) γαλλική gouvernante  και δείτε τη λέξη γκουβερνάντα

Ουσιαστικό

κουβερνάντα θηλυκό [1]

Αναφορές

  1. «γκουβερνάντα & κουβερνάντα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.