παραλυτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραλυτικός η παραλυτική το παραλυτικό
      γενική του παραλυτικού της παραλυτικής του παραλυτικού
    αιτιατική τον παραλυτικό την παραλυτική το παραλυτικό
     κλητική παραλυτικέ παραλυτική παραλυτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραλυτικοί οι παραλυτικές τα παραλυτικά
      γενική των παραλυτικών των παραλυτικών των παραλυτικών
    αιτιατική τους παραλυτικούς τις παραλυτικές τα παραλυτικά
     κλητική παραλυτικοί παραλυτικές παραλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραλυτικός < ελληνιστική κοινή παραλυτικός < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά + λύω

Επίθετο

παραλυτικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που έχει σχέση με παράλυση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
  2. (ιατρική) που υποφέρει ή πάσχει από παράλυση

Συγγενικά

Ουσιαστικό

παραλυτικός αρσενικό (θηλυκό παραλυτική)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.