παραλυσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραλυσία οι παραλυσίες
      γενική της παραλυσίας των παραλυσιών
    αιτιατική την παραλυσία τις παραλυσίες
     κλητική παραλυσία παραλυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλυσία < (άμεσο δάνειο) γαλλική paralysie < λατινική paralysis < ελληνιστική κοινή παράλυσις (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

παραλυσία θηλυκό

  1. (ιατρική) η παράλυση
  2. (μεταφορικά) η παράλυση
    Στη Γαλλία, από την άλλη πλευρά, η οποία αποτελεί κομμάτι του βασικού κορμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και τον δεύτερο υποτίθεται ισχυρό εταίρο, το κυβερνών κόμμα και ο πρόεδρος Ολάντ εμφανίζουν σημάδια πολιτικής παραλυσίας. (*)
  3. (μεταφορικά) η έκλυτη και ακόλαστη ζωή και συμπεριφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.