παράλυσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράλυσῐς αἱ παραλύσεις
      γενική τῆς παραλύσεως τῶν παραλύσεων
      δοτική τῇ παραλύσει ταῖς παραλύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράλυσῐν τὰς παραλύσεις
     κλητική ! παράλυσῐ παραλύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραλύσει
γεν-δοτ τοῖν  παραλυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράλυσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραλύ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + λύσις.

Ουσιαστικό

παράλυσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.