παραλληλογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραλληλογράφος οι παραλληλογράφοι
      γενική του παραλληλογράφου των παραλληλογράφων
    αιτιατική τον παραλληλογράφο τους παραλληλογράφους
     κλητική παραλληλογράφε παραλληλογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλληλογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parallélographe < αρχαία ελληνική παράλληλος + γράφω

Ουσιαστικό

παραλληλογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.