παραθυρεοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραθυρεοειδής | η | παραθυρεοειδής | το | παραθυρεοειδές |
| γενική | του | παραθυρεοειδούς* | της | παραθυρεοειδούς | του | παραθυρεοειδούς |
| αιτιατική | τον | παραθυρεοειδή | την | παραθυρεοειδή | το | παραθυρεοειδές |
| κλητική | παραθυρεοειδή(ς) | παραθυρεοειδής | παραθυρεοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραθυρεοειδείς | οι | παραθυρεοειδείς | τα | παραθυρεοειδή |
| γενική | των | παραθυρεοειδών | των | παραθυρεοειδών | των | παραθυρεοειδών |
| αιτιατική | τους | παραθυρεοειδείς | τις | παραθυρεοειδείς | τα | παραθυρεοειδή |
| κλητική | παραθυρεοειδείς | παραθυρεοειδείς | παραθυρεοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραθυρεοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parathyroïde < para- + thyroïde < αρχαία ελληνική θῠ́ρα
Επίθετο
παραθυρεοειδής
- (ανατομία) που έχει σχέση με τον παραθυρεοειδή αδένα ή αναφέρεται σ’ αυτόν, που βρίσκεται πίσω από τον θυρεοειδή αδένα ή δίπλα απ’ αυτόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.