θυρεοειδής αδένας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- θυρεοειδής αδένας < θυρεοειδής + αδένας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thyroid gland)
Πολυλεκτικός όρος
θυρεοειδής αδένας αρσενικό
- (ανατομία) μεγάλος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου, μπροστά και εκατέρωθεν της τραχείας, που παράγει σημαντικές για τη λειτουργία του οργανισμού ορμόνες
Μεταφράσεις
θυρεοειδής αδένας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.