παραδεκτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδεκτός η παραδεκτή το παραδεκτό
      γενική του παραδεκτού της παραδεκτής του παραδεκτού
    αιτιατική τον παραδεκτό την παραδεκτή το παραδεκτό
     κλητική παραδεκτέ παραδεκτή παραδεκτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδεκτοί οι παραδεκτές τα παραδεκτά
      γενική των παραδεκτών των παραδεκτών των παραδεκτών
    αιτιατική τους παραδεκτούς τις παραδεκτές τα παραδεκτά
     κλητική παραδεκτοί παραδεκτές παραδεκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραδεκτός < ελληνιστική κοινή παραδεκτός < αρχαία ελληνική παραδέχομαι < παρά + δέχομαι

Επίθετο

παραδεκτός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.