παραδέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραδέχομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παραδέχομαι < παρα- + δέχομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈðe.xo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐δέ‐χο‐μαι
Συγγενικά
- απαράδεκτα / απαράδεχτα
- απαράδεκτος / απαράδεχτος
- παραδεκτά / παραδεχτά
- παραδεκτός / παραδεχτός
- παραδοχή
- → δείτε τις λέξεις παρά και δέχομαι
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- παραδέχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραδέχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.