ορθό
Νέα ελληνικά
(el)
Ουσιαστικό
ορθό
ουδέτερο
(
ανατομία
)
τμήμα του
πεπτικού
σωλήνα πριν από τον
πρωκτό
ορθό
στη
Βικιπαίδεια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ορθό
αιτιατική
ενικού
του
ορθός
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ορθός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.