παραγγελία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραγγελία οι παραγγελίες
      γενική της παραγγελίας των παραγγελιών
    αιτιατική την παραγγελία τις παραγγελίες
     κλητική παραγγελία παραγγελίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραγγελία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγγελία[1] < παραγγέλλω < παρά + αγγέλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaŋ.ɟeˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραγγελία

Ουσιαστικό

παραγγελία θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραγγέλλω
    1. μήνυμα που περιέχει και ένα αίτημα
    2. το σύνολο των αγαθών που ζητεί ένας πελάτης να αγοράσει από ένα κατάστημα

Εκφράσεις

  • κατόπιν παραγγελίας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.