παραγγελία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραγγελία | οι | παραγγελίες |
| γενική | της | παραγγελίας | των | παραγγελιών |
| αιτιατική | την | παραγγελία | τις | παραγγελίες |
| κλητική | παραγγελία | παραγγελίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραγγελία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγγελία[1] < παραγγέλλω < παρά + αγγέλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaŋ.ɟeˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ραγ‐γε‐λί‐α
Εκφράσεις
- κατόπιν παραγγελίας
Αναφορές
- παραγγελία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.