παραβιάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παραβιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβιάζω
  2. θα παραβιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβιάζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παραβιάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραβίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.