παρήκοος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρήκοος η παρήκοη το παρήκοο
      γενική του παρήκοου της παρήκοης του παρήκοου
    αιτιατική τον παρήκοο την παρήκοη το παρήκοο
     κλητική παρήκοε παρήκοη παρήκοο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρήκοοι οι παρήκοες τα παρήκοα
      γενική των παρήκοων των παρήκοων των παρήκοων
    αιτιατική τους παρήκοους τις παρήκοες τα παρήκοα
     κλητική παρήκοοι παρήκοες παρήκοα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρήκοος < μεσαιωνική ελληνική παρήκοος[1] < αρχαία ελληνική παρακούω < παρά + ἀκούω (με έκταση του αρχικού ἀ- λόγω της σύνθεσης· πβ υπήκοος, παρήκουσα)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾi.ko.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρήκοος

Επίθετο

παρήκοος

Συνώνυμα· Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. παρήκοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.