αφροδίσιο νόσημα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφροδίσιο νόσημα < → δείτε τις λέξεις αφροδίσιος και νόσημα
Πολυλεκτικός όρος
αφροδίσιο νόσημα ουδέτερο
- (ιατρική): οποιοδήποτε νόσημα που μεταδίδεται με σεξουαλική πράξη.
Μεταφράσεις
αφροδίσιο νόσημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.