παπυρολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παπυρολόγος οι παπυρολόγοι
      γενική του/της παπυρολόγου των παπυρολόγων
    αιτιατική τον/την παπυρολόγο τους/τις παπυρολόγους
     κλητική παπυρολόγε παπυρολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπυρολόγος < πάπυρ(ος) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική papyrologue (< papyrologie) < αρχαία ελληνική πάπυρος + λόγος[1]

Ουσιαστικό

παπυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.