παπυρολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παπυρολογικός | η | παπυρολογική | το | παπυρολογικό |
| γενική | του | παπυρολογικού | της | παπυρολογικής | του | παπυρολογικού |
| αιτιατική | τον | παπυρολογικό | την | παπυρολογική | το | παπυρολογικό |
| κλητική | παπυρολογικέ | παπυρολογική | παπυρολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παπυρολογικοί | οι | παπυρολογικές | τα | παπυρολογικά |
| γενική | των | παπυρολογικών | των | παπυρολογικών | των | παπυρολογικών |
| αιτιατική | τους | παπυρολογικούς | τις | παπυρολογικές | τα | παπυρολογικά |
| κλητική | παπυρολογικοί | παπυρολογικές | παπυρολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παπυρολογικός < παπυρολόγος + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παπυρολογία, πάπυρος και λέγω
Μεταφράσεις
παπυρολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.