παντο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παντο- < αρχαία ελληνική παντ(ο)- < πᾶς

Πρόθημα

παντο- ή παντ- ή πανθ-

  1. α' συνθετικό σύνθετων λέξεων που δείχνει ένα σύνολο, πολλούς, όλους
    παντογνώστης, παντοδύναμος, παντοφοβικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.