παντομίμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντομίμα οι παντομίμες
      γενική της παντομίμας των (παντομιμών)
    αιτιατική την παντομίμα τις παντομίμες
     κλητική παντομίμα παντομίμες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο Γάλλος βιρτουόζος της παντομίμας, Μαρσέλ Μαρσώ

Ετυμολογία

παντομίμα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pantomime < λατινική pantomimus < ελληνιστική κοινή παντόμιμος (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.doˈmi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παντομίμα

Ουσιαστικό

παντομίμα θηλυκό

  • θεατρική τέχνη ή τρόπος επικοινωνίας χωρίς τη χρήση προφορικού λόγου, όπου το άτομο με χειρονομίες και γενικά με κινήσεις του σώματος μιμείται κάποια ήδη γνωστά σύμβολα ώστε να μεταδώσει το μήνυμα που επιθυμεί

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • τώρα την παντομίμα θα παίζουμε; - όταν κάποιος δεν εκφράζεται με λέξεις και κάνει δυσνόητα ή πάντως ανεπιθύμητα νοήματα
  • αυτό δεν ήταν έργο - ήταν παντομίμα - κριτικά, όταν δεν ικανοποιεί η ηθοποιία ή η σκηνοθεσία ενός έργου

Σημειώσεις

Στις αθηναϊκές γιορτές συνηθίζεται η δημόσια παράσταση παντομίμας στους δρόμους, αν και υπάρχουν παντομίμοι που δίνουν παραστάσεις και τις καθημερινές για να συγκεντρώσουν χρήματα ή πηγαίνουν για τον ίδιο λόγο σε παιδικά πάρτι.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.