παντόμιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντόμιμος οι παντόμιμοι
      γενική του παντόμιμου των παντόμιμων
    αιτιατική τον παντόμιμο τους παντόμιμους
     κλητική παντόμιμε παντόμιμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντόμιμος < ελληνιστική κοινή παντόμιμος

Ουσιαστικό

παντόμιμος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.