παντομιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παντομιμικός | η | παντομιμική | το | παντομιμικό |
| γενική | του | παντομιμικού | της | παντομιμικής | του | παντομιμικού |
| αιτιατική | τον | παντομιμικό | την | παντομιμική | το | παντομιμικό |
| κλητική | παντομιμικέ | παντομιμική | παντομιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παντομιμικοί | οι | παντομιμικές | τα | παντομιμικά |
| γενική | των | παντομιμικών | των | παντομιμικών | των | παντομιμικών |
| αιτιατική | τους | παντομιμικούς | τις | παντομιμικές | τα | παντομιμικά |
| κλητική | παντομιμικοί | παντομιμικές | παντομιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παντομιμικός < ελληνιστική κοινή παντομιμικός < παντόμιμος
Μεταφράσεις
παντομιμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.