παλτός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παλτός παλτή τὸ παλτόν
      γενική τοῦ παλτοῦ τῆς παλτῆς τοῦ παλτοῦ
      δοτική τῷ παλτ τῇ παλτ τῷ παλτ
    αιτιατική τὸν παλτόν τὴν παλτήν τὸ παλτόν
     κλητική ! παλτέ παλτή παλτόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παλτοί αἱ παλταί τὰ παλτᾰ́
      γενική τῶν παλτῶν τῶν παλτῶν τῶν παλτῶν
      δοτική τοῖς παλτοῖς ταῖς παλταῖς τοῖς παλτοῖς
    αιτιατική τοὺς παλτούς τὰς παλτᾱ́ς τὰ παλτᾰ́
     κλητική ! παλτοί παλταί παλτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παλτώ τὼ παλτᾱ́ τὼ παλτώ
      γεν-δοτ τοῖν παλτοῖν τοῖν παλταῖν τοῖν παλτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλτός < πάλλω, θέμα παλ- + -τός

Επίθετο

παλτός, -ή, -όν

  1. που πάλλεται, παλλόμενος
  2. που εξακοντίζεται, όπως το παλτὸν πῦρ
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 131
    παλτῷ ῥιπτεῖ πυρὶ βαλβίδων

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα με παλτ-

  • ἀμφίπαλτος
  • ἀποπαλτικός
  • δίπαλτος
  • δορίπαλτος
  • ἔκπαλτος
  • καταπαλταφεσία
  • καταπαλταφέτης
  • καταπάλτης, καταπέλτης
  • καταπαλτός
  • παλτάζω
  • παλτεύω ?
  • παλτόν (ουδέτερο)
  • πολύπαλτος
  • Πρόσπαλτα ?
  • τρίπαλτος

Συγγενικά

ρηματικοί τύποι

  • ἀνέπαλτο
  • ἐνέπαλτο
  • ἐπᾶλτο, ἔπαλτο
  • κατέπαλτο

 και δείτε τη λέξη πάλλω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.