Πρόσπαλτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Πρόσπαλτα
      γενική των Προσπάλτων
    αιτιατική τα Πρόσπαλτα
     κλητική Πρόσπαλτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πρόσπαλτα < αρχαία ελληνική Πρόσπαλτα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.spal.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρόσπαλτα

Κύριο όνομα

Πρόσπαλτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Πρόσπαλτ
      γενική τῶν Προσπάλτων
      δοτική τοῖς Προσπάλτοις
    αιτιατική τὰ Πρόσπαλτ
     κλητική ! Πρόσπαλτ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πρόσπαλτα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πρόσπαλτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.