παλτόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παλτόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παλτός. Εννοείται το ουδέτερο ουσιαστικό δόρυ. (για το παλτὸν πῦρ  δείτε τη λέξη παλτός)

Ουσιαστικό

παλτόν, -οῦ ουδέτερο

  • (οπλισμός) δόρυ που εξακοντίζεται, ελαφρύ δόρυ
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 4.14
    οἱ δὲ Πέρσαι κρανέϊνα παλτὰ ἔχοντες ταχὺ δώδεκα μὲν ἱππέας͵ δύο δ΄ ἵππους ἀπέκτειναν

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παλτόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του παλτός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παλτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.