καταπάλτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καταπαλ- με πᾰλ- στον ελληνιστικό πληθυντικό καταπάλται
ονομαστική καταπάλτης οἱ καταπάλται
      γενική τοῦ καταπάλτου τῶν καταπαλτῶν
      δοτική τῷ καταπάλτ τοῖς καταπάλταις
    αιτιατική τὸν καταπάλτην τοὺς καταπάλτᾱς
     κλητική ! καταπάλτ καταπάλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπάλτ
γεν-δοτ τοῖν  καταπάλταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπάλτης < καταπάλλω, κατα- + παλ-, θέμα του πάλλω + -της

Ουσιαστικό

καταπάλτης, -ου αρσενικό

  1. (οπλισμός) καταπέλτης, πολεμικό μηχάνημα εκτόξευσης βλημάτων
  2. το βλήμα που εκτοξεύει ένα τέτοιο μηχάνημα

Παράγωγα

  • καταπαλτικός / καταπελτικός
  • καταπαλταφεσία / καταπελταφεσία
  • καταπαλταφέτης
  • καταπαλτός
  • καταπελτάζω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.